ήδυσμα το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ηδυσ (ηδύνω)-μα]
1. καθετί που βάζουμε στο φαγητό για να το νοστιμίσει: "χωρίς ηδύσματα το φαγητό δεν είναι πολύ νόστιμο" συνώνυμα: μπαχαρικό
2. (μτφ.) καθετί που δημιουργεί ευχαρίστηση.
Πράγματι υπήρξε αρκετή ευχαρίστηση με την κατανάλωση του Ηδύσματος της Δρυός του κτήματος "Τέχνη Οίνου".
Ποικιλία Merlot 100%. Εσοδείας 2005. Χρώμα κόκκινο σκούρο. Στρογγυλές και απαλές τανίνες με ευδιάκριτη την παρουσία βαρελιού. Απαλά αρώματα κερασιού, βανίλιας και καραμέλας. Καλή επίγευση.
Βαθμολογία: 83/100
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου